φερτίκια

φερτίκια
τα, Ν
τα χρήματα που παίρνει ή πληρώνει κανείς για τη μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, κόμιστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φερτός + κατάλ. -ίκια (πρβλ. συχαρ-ίκια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φερτίκια — τα τα έξοδα μεταφοράς από τόπο σε τόπο, τα κομιστικά, τα κόμιστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”